- αναθεμάτιση
- η [αναθεματίζω]ο αναθεματισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναθεματίσῃ — ἀναθεματίζω devote to evil aor subj mid 2nd sg ἀναθεματίζω devote to evil aor subj act 3rd sg ἀναθεματίζω devote to evil fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθεματίσηι — ἀναθεματίσῃ , ἀναθεματίζω devote to evil aor subj mid 2nd sg ἀναθεματίσῃ , ἀναθεματίζω devote to evil aor subj act 3rd sg ἀναθεματίσῃ , ἀναθεματίζω devote to evil fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναθεματίζω — (Α ἀναθεματίζω) 1. καταριέμαι, βλασφημώ 2. (παθ. μτχ.) αναθεματισμένος, η, ο (αρχ. μσν. ἀνατεθεματισμένος, η, ον) ο άξιος κατάρας ή αποστροφής, καταραμένος (Εκκλ.) παραδίδω κάποιον στο ανάθεμα, αποκηρύσσω, καταδικάζω, αφορίζω αρχ. προσφέρω ως… … Dictionary of Greek